- ημιθωράκιο
- το (Α ημιθωράκιον)το πρόσθιο μισό μέρος τού θώρακα, δεξιό ή αριστερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + θωράκ-ιο(ν) (< θ. θωρακ- τού θώραξ, -ακος + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδ-ίον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημιθωράκιο — το καθένα από τα δύο ημιμόρια του θώρακα, που βρίσκονται από τη μία και από την άλλη πλευρά του στέρνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γύαλον — γύαλον, το (Α) 1. κοίλο, ημιθωράκιο (στην Ιλιάδα, για να δηλωθεί το πρόσθιο και οπίσθιο μέρος τού θώρακα) 2. κοίλωμα δοχείου, αγγείου 3. κοίλωμα βράχου, σπηλιά 4. πληθ. τα γυάλα α) (για πεδιάδες, κοιλάδες κ.λπ.) κοίλη χώρα β) φρ. «αἰθέρια γύαλα»… … Dictionary of Greek
κραταιγύαλος — κραταιγύαλος, ον (Α) αυτός που έχει καλά προσαρμοσμένα ημιθωράκια, ισχυρός («ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι θώρηκές τε κραταιγύαλοι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + γύαλον «ημιθωράκιο»] … Dictionary of Greek
οσφύς — (ΑΜ ὀσφύς, ύος, Α και ὀσφῡς) 1. η οπίσθια χώρα τών κοιλιακών τοιχωμάτων δεξιά και αριστερά τής σπονδυλικής στήλης κάτω από το σύστοιχο ημιθωράκιο και πάνω από τη λαγόνια ακρολοφία, η μέση («τῶν δ ὄπισθεν διάζωμα μὲν ή ὀσφύς ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔχει» … Dictionary of Greek